χαριτόφωνος
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
ον, with gracious voice, Philox.8.
German (Pape)
[Seite 1339] mit anmuthiger, lieblicher, reizender Stimme, Philox. bei Ath. XIII, 564 e.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰριτόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν πλήρη χάριτος, Γαλάτεια, χαριτόφωνε κάλλος ἐρώτων Φιλόξεν. παρ’ Ἀθην. 564Ε.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει γοητευτική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρόφωνος, χαλκεόφωνος].