χαμαιριφής

From LSJ
Revision as of 16:52, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιρῐφής Medium diacritics: χαμαιριφής Low diacritics: χαμαιριφής Capitals: ΧΑΜΑΙΡΙΦΗΣ
Transliteration A: chamairiphḗs Transliteration B: chamairiphēs Transliteration C: chamairifis Beta Code: xamairifh/s

English (LSJ)

ές, (ῥίπτω) A thrown to the ground, mined, νηόν Inscr. in Ferri Contributi di Cirene alla storia della religione greca (Rome, 1923) 5 (ii A. D.), cf. Eust.1279.45. b = χαμαιρεπής (creeping on the ground) 1, Sch.Gen.Il.5.442; παιδία EM781.36. 2 = collecticius, Gloss. II φοῖνιξ χ. dwarf-palm, Chamaerops humilis, Thphr. HP2.6.11 (nisi leg. χαμαιρεπής as in Plin.HN13.39).

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιρῐφής: -ές, (ῥίπτω) ὁ ἐρριμμένος κατὰ γῆς, ἐγκαταλελειμμένος, Εὐστ. 1279. 45, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 542, Ἐτυμ. Μέγ. 781, 36 κτλ. 2) τεταπεινωμένος, κατὰ γῆς ἐρριμμένος. Ἐκκλ. ΙΙ φοῖνιξ χ., ὁ χαμηλὸς φοῖνιξ, Θεοφρ περὶ Φυτ Ἱστ. 2. 6. 11 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον χαμαιρεπῆ; ὡς παρὰ Πλινίῳ 13. 9).

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και χαμαιρριφής Ν
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χαμαιριφής
το φυτό χαμαίρωψ
μσν.-αρχ.
1. εγκαταλελειμμένος στη γη («χαμαιριφῶν παιδίων», Μέγα Ετυμολογικόν)
2. εκκλ. ταπεινωμένος
3. (για πρόσ.) περιφρονημένος
αρχ.
χαμηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ριφής (< ῥίπτω, πρβλ. ῥιφ-ή, παθ. αόρ. -ρρίφ-θην), πρβλ. ἀμφιριφής, πετρορριφής].

German (Pape)

ές, auf die Erde od. zu Boden geworfen, weggekrochen, Suid. v. ὑποβολιμαῖοι; – φοίνιξ χαμαιριφής, die Erdpalme, Theophr., wenn nicht χαμαιρεπής zu schreiben ist.