οφιόμορφος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀφιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατόμορφος].