χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
ὀφθαλμορρεπής, -ές (Α)
αυτός που έχει οφθαλμούς στραμμένους προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -ρρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ισορρεπής].