τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
ὀστοδερμία, ἡ (Μ)τα οστά και το δέρμα μαζί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -δερμία (< -δερμος < δέρμα), πρβλ. λεπτοδερμία].