ὀρνεόμορφος
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ον, bird-shaped, Procl.Par.Ptol.281.
German (Pape)
[Seite 382] von Vogelgestalt, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεόμορφος: -ον, ὁ ἔχων μορφὴν ὀρνέου, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 281.
Greek Monolingual
ὀρνεόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τη μορφή ορνέου, πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].