πατροποίητος
From LSJ
English (LSJ)
ον, adopted as a father, Supp.Epigr.6.77 (Galatia, iii A. D., in form -πόητος), Klio 24.61 (Galatia, written -φοίητος—.
Greek Monolingual
και πατροπόητος και πατροφοίητος, -ον, Α
αυτός που έγινε σαν πατέρας κάποιου, θετός πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -ποίητος (< ποιητός < ποιῶ), πρβλ. θεοποίητος].