πλατύκερως
From LSJ
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
English (LSJ)
-ωτος, ὁ, ἡ, flat-horned, ἔλαφος Dsc. Eup. 1.21, cf. Plin. HN 11.123, Poll. 5.76; as substantive (without ἔλαφος), Dsc. 2.75.
German (Pape)
[Seite 627] breit gehörnt, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύκερως: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλατέα κέρατα, ἔλαφος Πολυδ. Ε´, 76, πρβλ. Πλίν. 11. 45.
Greek Monolingual
-ωτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πλατιά κέρατα («πλατύκερως ἔλαφος», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -κέρως (< κέρας, -ατος), πρβλ. μονόκερως].