πλατύκερως

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλατύκερως Medium diacritics: πλατύκερως Low diacritics: πλατύκερως Capitals: ΠΛΑΤΥΚΕΡΩΣ
Transliteration A: platýkerōs Transliteration B: platykerōs Transliteration C: platykeros Beta Code: platu/kerws

English (LSJ)

-ωτος, ὁ, ἡ, flat-horned, ἔλαφος Dsc. Eup. 1.21, cf. Plin. HN 11.123, Poll. 5.76; as substantive (without ἔλαφος), Dsc. 2.75.

German (Pape)

[Seite 627] breit gehörnt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύκερως: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλατέα κέρατα, ἔλαφος Πολυδ. Ε´, 76, πρβλ. Πλίν. 11. 45.

Greek Monolingual

-ωτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πλατιά κέρατα («πλατύκερως ἔλαφος», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -κέρως (< κέρας, -ατος), πρβλ. μονόκερως].