πολυκέντητος

From LSJ
Revision as of 11:15, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκέντητος Medium diacritics: πολυκέντητος Low diacritics: πολυκέντητος Capitals: ΠΟΛΥΚΕΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: polykéntētos Transliteration B: polykentētos Transliteration C: polykentitos Beta Code: poluke/nthtos

English (LSJ)

ον, gloss on πολύκεστος, Hsch., Suid., cf. EM506.49, Eust.425.24.

German (Pape)

[Seite 664] = πολύκεστος, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκέντητος: -ον, = πολύκεστος, Γρηγ. Νύσσ., τ. 2, σ. 189C, Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ. 505, 49, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυκέντητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά κεντήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κεντητός (< κεντῶ), πρβλ. νεοκέντητος].