παρασπώ
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Greek Monolingual
-άω, Α
1. σέρνω βίαια, αποσπώ από τα πλάγια
2. εκλέγω, διαλέγω για τον εαυτό μου
3. μτφ. αποσπώ
4. μέσ. παρασπώμαι
αποσπώ κάποιον ή κάτι από κάποιον άλλο για τον εαυτό μου
5. (ως αυτοπαθές) αποσπώ τον εαυτό μου από κάποιον, αποσύρομαι
6. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρεσπασμένος
μτφ. (σχετικά με κύκλο παρατηρούμενο από τα πλάγια) εξωθημένος μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σπῶ (πρβλ. κατασπώ].