πονόκαρδος
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
-η, -ο, Ν
αυτός που συμπονεί τους συνανθρώπους του, που είναι ευαίσθητος στη δυστυχία τών άλλων, πονόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. ανοιχτόκαρδος].