πυργομάχος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
[ᾰ], ον, fighting from a tower, Ath.4.154f.
German (Pape)
[Seite 820] einen Thurm angreifend, Ath. IV, 154 f.
Greek (Liddell-Scott)
πυργομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος ἐκ πύργου, Ἀθήν. 154F.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μάχεται εναντίον πύργου ή αυτός που μάχεται από πύργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσομάχος].