ρυσίπολις

Revision as of 11:36, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. ῥυσίπτολις, -εως, ὁ, ἡ, Α
(συν. ως προσωνυμία της Αθηνάς αλλά και του Νεοπτολέμου) υπερασπιστής, σωτήρας της πόλης («ῥυσίπολις γενοῦ Παλλάς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι- του ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + -πόλις (< πόλις / πτόλις), πρβλ. ταραξίπολις].