σταυρόλεξο

From LSJ
Revision as of 11:40, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

το, Ν
(ψυχαγ.) ψυχαγωγική και πνευματική απασχόληση που συνίσταται στην, βάσει δεδομένων ορισμών, εύρεση και οριζόντια ή κάθετη τοποθέτηση λέξεων σ' έναν τετραγωνισμένο πίνακα έτσι ώστε κάθε τετράγωνο να αντιστοιχεί σε ένα μόνο γράμμα της κάθε λέξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -λεξο (< λέξη), πρβλ. αρκτικόλεξο].