σταυρόλεξο

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

Greek Monolingual

το, Ν
(ψυχαγ.) ψυχαγωγική και πνευματική απασχόληση που συνίσταται στην, βάσει δεδομένων ορισμών, εύρεση και οριζόντια ή κάθετη τοποθέτηση λέξεων σ' έναν τετραγωνισμένο πίνακα έτσι ώστε κάθε τετράγωνο να αντιστοιχεί σε ένα μόνο γράμμα της κάθε λέξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -λεξο (< λέξη), πρβλ. αρκτικόλεξο].