σταυρόλεξο

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(ψυχαγ.) ψυχαγωγική και πνευματική απασχόληση που συνίσταται στην, βάσει δεδομένων ορισμών, εύρεση και οριζόντια ή κάθετη τοποθέτηση λέξεων σ' έναν τετραγωνισμένο πίνακα έτσι ώστε κάθε τετράγωνο να αντιστοιχεί σε ένα μόνο γράμμα της κάθε λέξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -λεξο (< λέξη), πρβλ. αρκτικόλεξο].