Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
τετράλεκτος: -ον, ὁ τετράκις λεγόμενος, ἐπαναλαμβανόμενος, τὰ τετράλεκτα, ᾠδαί τινες τετράκις ἐπαναλαμβανόμεναι, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 291, 21.
-ον, Μ
αυτός που επαναλαμβάνεται τέσσερεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + λεκτός (< λέγω), πρβλ. τρίλεκτος].