τεχνουργός

From LSJ
Revision as of 11:50, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνουργός Medium diacritics: τεχνουργός Low diacritics: τεχνουργός Capitals: ΤΕΧΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: technourgós Transliteration B: technourgos Transliteration C: technourgos Beta Code: texnourgo/s

English (LSJ)

όν, industrial, of Solon's third class, μοῖρα τεχνουργός (sc. πολιτείας) Lyd.Mag.1.47.

Greek Monolingual

ο, η / τεχνουργός, -όν ΝΜΑ
τεχνίτης, δημιουργός («μοῑρα τεχνουργός», Ιω. Λυδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ασκεί μια τέχνη
2. αυτός που κατασκευάζει κάτι περίτεχνα, καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].