υψίκερας
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
-έρατος, και ιων. τ. ὑψικέρης, -ητος, ὁ, ἡ, Α
υψικόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κερας / -κέρης (< κέρας), πρβλ. καλλίκερας].