καλλίκερας
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
καλλίκερας, θηλ. καλλικέρα (Α)
ο καλλίκερως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κερας (< κέρας), πρβλ. οδοντόκερας, υψίκερας].