υψίκερας
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Greek Monolingual
-έρατος, και ιων. τ. ὑψικέρης, -ητος, ὁ, ἡ, Α
υψικόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -κερας / -κέρης (< κέρας), πρβλ. καλλίκερας].