υψιβρεμέτης
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία του Διός) αυτός που βροντά από ψηλά («ἐν δ' ἄρα τοῖσιν Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγαλοβρεμέτης].