Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
-ον, Μ
(κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού στην Γαλεομαχία του Προδρ.) αυτός που κλέβει το τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -κλόπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. κυνοκλόπος].