φονουργός

From LSJ
Revision as of 12:05, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονουργός Medium diacritics: φονουργός Low diacritics: φονουργός Capitals: ΦΟΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phonourgós Transliteration B: phonourgos Transliteration C: fonourgos Beta Code: fonourgo/s

English (LSJ)

όν, murderous, Sch.rec.S.El.1150.

Greek (Liddell-Scott)

φονουργός: -όν, (*ἔργω) δράστης φόνου, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 1150, Ἄννα Κομν. σ. 258, Νικήτ. Χων. Χρον. σ. 8, κλπ.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που διέπραξε φόνο, φονέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρουργός].