ο / ὑπερόπτης, ΝΜΑ, θηλ. υπερόπτισσα Ν, θηλ. ὑπερόπτις ή ὑπέροπτις, -ιδος, Μ
οιηματίας, αλαζόνας, θρασύς, αυθάδης, ακατάδεχτος
μσν.-αρχ.
αυτός που περιφρονεί κάτι, καταφρονητής («ὑπερόπται... τῶν εἰωθότων», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -οπτης (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. ἐπόπτης].