ὑπερόπτης

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερόπτης Medium diacritics: ὑπερόπτης Low diacritics: υπερόπτης Capitals: ΥΠΕΡΟΠΤΗΣ
Transliteration A: hyperóptēs Transliteration B: hyperoptēs Transliteration C: yperoptis Beta Code: u(pero/pths

English (LSJ)

ὑπερόπτου, ὁ, (ὑπερόψομαι) contemner, disdainer, χρυσοῦ καναχῆς ὑπερόπτας (dub. l.) S.Ant.130 (anap.); ὑ. τῶν εἰωθότων Th.3.38: abs., disdainful, haughty, conceited, contemptuous, πρὸς πάντα παλίγκοτος ἠδ' ὑ. Theoc.22.58; ὑ. καὶ ὑβρισταί Arist.EN1124a29, cf. Phld.Vit.p.36J., Jul. ad Them.264d.

German (Pape)

[Seite 1199] ὁ, Verächter, hoffärtiger Mensch; σφᾶς ἐςιδὼν πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους χρυσοῦ καναχῆς ὑπερόπτας Soph. Ant. 130, nach Herm. Conj. für ὑπεροπτίας; – τῶν εἰωθότων Thuc. 3, 38; u. Sp., wie Luc. Necyom. 14; Theocr. 22, 58.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
homme méprisant ou dédaigneux.
Étymologie: ὑπερόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερόπτης: ου ὁ
1 презрительно относящийся: ὑ. τινός Soph., Thuc., Plut. исполненный презрения к чему-л.;
2 гордец, спесивец Arst., Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερόπτης: -ου, (ὑπερόψομαι) ὁ καταφρονῶν, περιφρονῶν, καταφρονητής, χρυσοῦ καναχῆς ὑπερόπτα (κατ’ ἄλλην γραφὴν χρυσοῦ καναχῇ θ’ ὑπερόπτας, ἀλλὰ κατὰ Jebb γραπτέον χρυσοῦ καναχῆς ὑπεροπλίαις) (ποιητ. τύπος) Σοφ. Ἀντ. 130, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημ. Jebb.· ὑπ. τῶν εἰωθότων Θουκ. 3. 38· ἀπολ., θρασύς, αὐθάδης, ἀλαζονικός, ὑπερήφανος, πρὸς πάντα παλίγκοτος ἠδ’ ὑπ. Θεόκρ. 22. 58· ὑπ. καὶ ὑβρισταὶ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 19· - θηλ. τύπος ὑπερόπτις, ιδος, ἀπαντᾷ ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1, σ. 559.

Greek Monolingual

ο / ὑπερόπτης, ΝΜΑ, θηλ. υπερόπτισσα Ν, θηλ. ὑπερόπτις ή ὑπέροπτις, -ιδος, Μ
οιηματίας, αλαζόνας, θρασύς, αυθάδης, ακατάδεχτος
μσν.-αρχ.
αυτός που περιφρονεί κάτι, καταφρονητής («ὑπερόπται... τῶν εἰωθότων», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -οπτης (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. ἐπόπτης].

Greek Monotonic

ὑπερόπτης: ποιητ. -όπτᾰ, γεν. -ου, ὁ (ὑπερόψομαι)· αυτός που περιφρονεί, καταφρονεί κάτι, με γεν., σε Σοφ., Θουκ.· απόλ., περιφρονητικός, καταφρονητικός, υπεροπτικός, αλαζονικός, υπερφίαλος, σε Θεόκρ., Αριστ.

Middle Liddell

ὑπερόψομαι
a contemner, disdainer of a thing, c. gen., Soph., Thuc.: absol. disdainful, haughty, Theocr., Arist.

Mantoulidis Etymological

(=περήφανος). Ἀπό τό ὑπερόψομαι → μέλλ. τοῦ ὑπερορῶ → ὑπέρ + ὁράω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

conceited

Arabic: مَغْرُور; Bengali: আত্মাভিমানী; Bulgarian: суетен, надут; Catalan: presumptuós; Chinese Mandarin: 自大, 狂妄, 囂張, 嚣张; Danish: indbildsk; Dutch: verwaand; Esperanto: vanta; Finnish: turhamainen, itsekäs; French: vain, vaniteux, orgueilleux, suffisant, prétentieux; German: eingebildet, prätentiös, eitel, selbsteingenommen, blasiert; Greek: ματαιόδοξος; Ancient Greek: αὐτάγητος, γαῦρος, δυσαυχής, ἔνδοξος, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, ματαιόκομπος, μεγαλόφρων, οἰηματίας, πέρπερος, ὑπερήφανος, ὑπεροπεύς, ὑπερόπτης, ὑπεροπτικός, ὑπερόπτις, χαῦνος; Hungarian: beképzelt, önhitt, öntelt, önelégült, elbizakodott; Irish: stráiciúil, leitheadach, postúil, mórchúiseach, mustrach, mórálach, anbharúlach, postúil; Latvian: iedomīgs, uzpūtīgs; Maori: whakapehapeha; Norman: ordgilleux; Norwegian Bokmål: innbilsk; Occitan: bufaire, espompit, morrelevat, vanitós, orgulhós; Portuguese: convencido; Romanian: înfumurat; Russian: самодовольный, тщеславный; Scottish Gaelic: mòr às fhèin; Spanish: presuntuoso; Tagalog: alangas; Ukrainian: марнославний