τεκμαίρομαι δὲ ἐκ τῶν ἐμαυτοῦ → I conjecture on the basis of my experience
η, Ν1. δίκρανο, δικράνι2. η ποσότητα άχυρου ή χόρτου που πιάνει το δικράνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < φούρκα (Ι) «διχαλωτός πάσσαλος» + κατάλ. -άδα (πρβλ. σχισμάδα].