ὁπλοχαρής
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
ές, delighting in arms, Orph.H.32.6.
German (Pape)
[Seite 361] ές, sich an Waffen freuend, Waffen liebend, Orph. H. 31, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλοχᾰρής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τὰ ὅπλα, Ὀρφ. Ὕμν. 31. 6.
Greek Monolingual
ὁπλοχαρής, -ές (Α)
αυτός που αγαπά τα όπλα, που χαίρεται με τα όπλα, πολεμοχαρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιματοχαρής].