μεγιστοπάτωρ
From LSJ
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, greatest of fathers, of Zeus, Id.5.199.
Greek (Liddell-Scott)
μεγιστοπάτωρ: ὁ, ὁ μέγιστος πατήρ, μεγιστοπάτωρ Ζεὺς Βακχυλ. V, 199, Blass.
Greek Monolingual
μεγιστοπάτωρ, -ορος, ὁ (Α), (προσωνυμία του Διός) ο μέγιστος πατέρας («μεγιστοπάτωρ Ζεύς», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + -πάτωρ (< πατήρ].