μεγιστοπάτωρ

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγιστοπάτωρ Medium diacritics: μεγιστοπάτωρ Low diacritics: μεγιστοπάτωρ Capitals: ΜΕΓΙΣΤΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: megistopátōr Transliteration B: megistopatōr Transliteration C: megistopator Beta Code: megistopa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, greatest of fathers, of Zeus, Id.5.199.

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστοπάτωρ: ὁ, ὁ μέγιστος πατήρ, μεγιστοπάτωρ Ζεὺς Βακχυλ. V, 199, Blass.

Greek Monolingual

μεγιστοπάτωρ, -ορος, ὁ (Α), (προσωνυμία του Διός) ο μέγιστος πατέραςμεγιστοπάτωρ Ζεύς», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + -πάτωρ (< πατήρ].