ληκητής

From LSJ
Revision as of 05:04, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληκητής Medium diacritics: ληκητής Low diacritics: ληκητής Capitals: ΛΗΚΗΤΗΣ
Transliteration A: lēkētḗs Transliteration B: lēkētēs Transliteration C: likitis Beta Code: lhkhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (ληκέω) bawler, ἀγοραίων λ. ἐπέων Timo 42.

Russian (Dvoretsky)

ληκητής: οῦ ὁ горлан, крикун (Timon ap. Diog. L. - v.l. к κηλητής).

Greek (Liddell-Scott)

ληκητής: -οῦ, ὁ, κεκράκτης, ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», ληκ. ἐπέων, πιθαν. γραφὴ ἀντὶ κηλητής, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 67.

Greek Monolingual

ληκητής, ὁ (Α) ληκάω
αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς («ἀγοραίων ληκητὴς ἐπέων», Τίμ.).