φυλάκτης
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
German (Pape)
[Seite 1313] ὁ, = φυλακτήρ, Plut. qu. gr. 2, eine Obrigkeit in Kumä.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gardien, protecteur.
Étymologie: φυλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
φῠλάκτης: ου ὁ хранитель, блюститель (звание высшего сановника в Κύμη
1 Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλάκτης: -ου, ὁ, = φυλακτήρ, ὄνομα ἄρχοντος ἐν Κύμῃ, Πλούτ. 2. 291F.
Greek Monolingual
ὁ, Α φυλάσσω
1. φύλακας, φρουρός, δεσμοφύλακας
2. ονομασία αξιωματούχου στην Κύμη.