στορεστής

From LSJ
Revision as of 08:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek (Liddell-Scott)

στορεστής: -οῦ, ὁ, = τῷ ἑπομ. Ι., ζάλης Ἀνθ. Π. 1. 118.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
τεχνίτης ειδικός στην επίστρωση, ταπετσιέρης
αρχ.
αυτός που φέρνει γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐστόρεσα του αρχ. στόρνυμι (πρβλ. μτγν. στορέννυμι)].

Russian (Dvoretsky)

στορεστής: οῦ ὁ усмиритель, укротитель (τῆς ζάλης Anth.).