σίβυλλα
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sibylle, prophétesse.
Étymologie: cf. σοφός, lat. sapiens -- DELG étym. ignorée.
Russian (Dvoretsky)
σίβυλλα: (ῐ) ἡ сибилла или сивилла (вещая женщина, пророчица) Arph., Plat., Arst. etc.
Mantoulidis Etymological
(=μάντισσα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Πιθανόν νά εἶναι ἑβραϊκή ἤ ἀραβική ἡ προέλευσή της. Κατά τούς παλιούς ἀντί τοῦ δωρ. Σιοβόλλα, θεός + βούλομαι, ἡ Θεοβούλη πού ἀναγγέλλει τή θέληση τοῦ θεοῦ.