προπώλης
From LSJ
Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt
English (LSJ)
ου, ὁ, one who buys for another or negotiates a sale, broker, Ar.Fr.707a, Poll.7.12, Vett.Val.4.23.
German (Pape)
[Seite 742] ὁ, Vorkäufer, Unterhändler beim Kauf, Ar. bei Poll. 7, 12.
Russian (Dvoretsky)
προπώλης: ου ὁ торговый посредник Arph.
Greek (Liddell-Scott)
προπώλης: -ου, ὁ, ὁ διαπραγματευόμενος τὴν πώλησίν τινος πράγματος, μεσίτης πωλήσεως, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 669, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 11 κἑξ., οὕτω, προπωλητής, οῦ, ὁ, ἐν Αἰγυπτ. παπύρῳ ἐκδοθέντι ὑπὸ τοῦ Böckh σ. 5.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που πουλάει κάτι ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό τρίτου ή αυτός που προμηθεύει αγοραστές στον πωλητή, ο μεσίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -πώλης].