νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
-έω, Μ
(για φίδι) έρπω με το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + -δρομῶ (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. λαμπαδοδρομώ].