στηλοκοπώ

From LSJ
Revision as of 14:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

-έω, Α
αναγράφω κάτι πάνω σε στήλη με σκοπό την τιμωρία κάποιου, στηλιτεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλοκοπώ].