εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
-ποδος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός του οποίου τα πόδια βρίσκονται σε καλή φυσική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ὠκύπους].