ὑψιπέταλος

From LSJ
Revision as of 14:59, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπέτᾰλος Medium diacritics: ὑψιπέταλος Low diacritics: υψιπέταλος Capitals: ΥΨΙΠΕΤΑΛΟΣ
Transliteration A: hypsipétalos Transliteration B: hypsipetalos Transliteration C: ypsipetalos Beta Code: u(yipe/talos

English (LSJ)

ον, = ὑψίκομος 2, Com. of κράμβαι, Polyzel.9.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπέτᾰλος: -ον, = ὑψίκομος, κωμικῶς ἐπὶ τῆς κράμβης, ὑψιπέταλοί τε κράμβαι συχναὶ Πολύζηλος ἐν «Μουσῶν γοναῖς» 2.

Greek Monolingual

και ιων. και επικ. τ. ὑψιπέτηλος, -ον, Α
(κωμική λ.) (για την κράμβη) υψίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πέταλον (πρβλ. εὐπέταλος)].

German (Pape)

hochblätterig, hochbelaubt, Polyzel. bei Ath. VII.370.