χαμαισύκινος
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
η, ον, v. χαμαισύκη.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, μα
αυτός που παρασκευάζεται από καρπούς του φυτού χαμαισύκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαισύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. μαστίχινος)].