παιδιαρίστικος
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
Greek Monolingual
-η, -ο
1. παιδαριώδης, παιδιακήσιος
2. παιδικός.
επίρρ...
παιδιαρίστικα
με τρόπο που αρμόζει σε παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδιαρίζω + κατάλ. -ίστικος (πρβλ. δασκαλίστικος)].