μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
και, δ. γρφ., παγονιέρα, η
1. ψυγείο πάγου
2. μτφ. πολύ ψυχρός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγώνω + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. ψηστιέρα)].