πλαγιοχαίτης

Revision as of 15:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ου, ὁ, with hair across, Hsch. s.v. δοχμόκορσοι.

German (Pape)

[Seite 623] ὁ, mit schiefem Haare, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιοχαίτης: -ου, ὁ, ὁ πλαγίαν ἔχων τὴν χαίτην, Ἡσύχ. ἐν λ. δοχμόκορσοι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ πλαγίαν χαίτην ἔχων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + χαίτη (πρβλ. ορθοχαίτης)].