ορθοχαίτης

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source

Greek Monolingual

ὀρθοχαίτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει υψωμένη τη χαίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. ευρυχαίτης].