πικρούτσικος
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
-η, -ο, Ν
κάπως πικρός, υπόπικρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρούτσικος)].