παντεπίθυμος
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
ον, = παντορέκτης ΙΙ, Polem.Phgn.30.
German (Pape)
[Seite 463] = πανεπίθυμος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντεπίθῡμος: παντεπίσκεπτος, παντεπίσκοπος, = πανεπ-, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
πανεπίθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ἐπιθυμῶ (πρβλ. κακεπίθυμος)].