πτίλωμα

From LSJ
Revision as of 16:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

το, Ν
το σύνολο τών πτίλων ενός πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πτέρωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].