σιωπητήριο

From LSJ
Revision as of 16:15, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. στρ. νυκτερινό σάλπισμα αμέσως μετά το οποίο οι στρατιώτες πρέπει να βρίσκονται στα κρεβάτια τους και να μη θορυβούν
2. (κατ' επέκτ.) κάθε παράγγελμα για σιωπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιωπώ + επίθημα -τήριο (πρβλ. εγερτήριο). Η λ., στον λόγιο τ. σιωπητήριον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].