στεφών
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ὑψηλός, ἀπόκρημνος, Hsch.: as substantive, summit of range of hills, ὡς ὁ σ. περιφέρει κύκλῳ Schwyzer 709.8 (Ephesus, iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
στεφών: «ὑψηλός, ἀπόκρημνος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «ὑψηλός, ἀπόκρημνος»
2. ως ουσ. κορυφή βουνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. -ών (πρβλ. ταφών)].