σφιγκτήρας

From LSJ
Revision as of 16:25, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source

Greek Monolingual

ο / σφιγκτήρ, -ῆρος, NA
σύστημα δακτυλιόμορφων μυών που περιβάλλουν και μπορούν να συστέλλουν ή να κλείνουν έναν πόρο ή ένα στόμιο του σώματος («σφιγκτήρας του πυλωρού»)
αρχ.
1. καθετί που σφίγγει, που δένει, που δεσμεύει («τὸν... κόμας σφιγκτῆρα», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) «σφιγκτήρ
χιτών».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγγω + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. ἐλεγκτήρ)].